- μεταξοΰφαντος
- η , ο [ος , ον ] шёлковый (о ткани)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταξοΰφαντος — η, ο 1. αυτός που έχει υφανθεί από μετάξι, ο μεταξωτός 2. αυτός που μοιάζει με ύφασμα από μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + υφαντός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο] … Dictionary of Greek
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek